καλοκάθομαι

καλοκάθομαι
καλοκάθομαι και καλοκαθίζω καλοκάθισα, καλοκαθισμένος, κάθομαι καλά και αναπαυτικά: Καλοκάθισε και δε λέει να το κουνήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλοκάθομαι — 1. κάθομαι καλά, τοποθετούμαι σε μια θέση άνετα, αναπαυτικά, στρογγυλοκάθομαι 2. εγκαθίσταμαι μόνιμα κάπου, βολεύομαι κάπου 3. μτφ. κάθομαι φρόνιμα, περνώ ήρεμη και σεμνή ζωή …   Dictionary of Greek

  • καλοκαθίζω — 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει καλά, τόν τοποθετώ αναπαυτικά 2. (αμτβ.) καλοκάθομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”